- αιθύλιο
- το(χημ.), μονοσθενής ρίζα που προέρχεται από το αιθάνιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
αιθυλεστέρας — ο Χημ. εστέρας ανόργανου ή οργανικού οξέος που περιέχει τη ρίζα αιθύλιο (C2H5 ). Π.χ. CH3COOC2H5 οξικός αιθυλεστέρας, C2H5ONO νιτρώδης αιθυλεστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethylester < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) +… … Dictionary of Greek
αιθυλικός — ή, ό [αιθύλιο] αυτός που ανήκει στο αιθύλιο ή προέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek
αιθυλιούχος — ο αυτός που περιέχει αιθύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθύλιο + ούχος < έχω η λ. πλάστηκε από τον καθηγητή τής οργαν. Χημείας στο Μετσ. Πολυτεχνείο Τηλέμ. Κομνηνό (1884)] … Dictionary of Greek
αιθυλοχλωρίδιο — το Χημ. οργανική ένωση με τύπο CH3CH2CI, που ανήκει στα αλκυλαλογονίδια, γνωστή επίσης ως χλωροαιθάνιο ή χλωριούχο αιθύλιο ή χλωραιθύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethyl chloride < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) + chloride… … Dictionary of Greek
αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… … Dictionary of Greek
αμφεταμίνη — (Φαρμ.) φάρμακο τής σειράς τών αμφεταμινών, συνθετικών φαρμάκων, με έντονες διεγερτικές ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. amphetamine < a[Ipha] (πρβλ. άλφα) + m[ethyl] (πρβλ. μεθύλιο) … Dictionary of Greek
οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… … Dictionary of Greek
τετρααιθυλαμμώνιο — το, Ν χημ. οργανικό κατιόν, τα άλατα τού οποίου χρησιμοποιούνται στη νευροφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraethylammonium < tetra (βλ. λ. τετρ[α] ) + ethyl (βλ. λ. αιθύλιο) + ammonium (βλ. λ. αμμώνιο)] … Dictionary of Greek
φαινετόλη — η, Ν χημ. κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, ο αιθυλαιθέρας τής φαινόλης γνωστή και ως αιθοξυβενζόλιο ή φαινυλαιθυλαιθέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenetole < phen (< φαίνω) + et (< ethyl, βλ. αιθύλιο) + κατάλ. ole τής χημ.… … Dictionary of Greek